Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περικεφαλαία
περικήδομαι
περίκηλος
περικίων
περίκλασις
περικλάω
περικλειτός
περικλείω
περικλινής
περικλίνω
περικλύζω
περίκλυστος
περικλυτός
περικνημίς
περικνίζω
περικοκκάζω
περικομίζω
περίκομμα
περίκομψος
περικοπή
περικόπτω
View word page
περικλύζω
περικλύζω Pass. to be washed all round by the sea, of an island, Thuc.; of a strait, Plut.
ShortDef
wash all round
Debugging
Headword:
περικλύζω
Headword (normalized):
περικλύζω
Headword (normalized/stripped):
περικλυζω
IDX:
25671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25700
Key:
periklu/zomai
Data
{'content': 'περικλύζω\n Pass. to be washed all round by the sea, of an island, Thuc.; of a strait, Plut.', 'key': 'periklu/zomai'}