Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περικαλλής
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
περικάμπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περίκειμαι
περικείρω
περικεφαλαία
περικήδομαι
περίκηλος
περικίων
περίκλασις
περικλάω
περικλειτός
περικλείω
περικλινής
περικλίνω
περικλύζω
περίκλυστος
περικλυτός
View word page
περίκηλος
περίκηλος περί-κηλος, ον, κῆλον exceeding dry, of timber, Od.
ShortDef
exceeding dry
Debugging
Headword:
περίκηλος
Headword (normalized):
περίκηλος
Headword (normalized/stripped):
περικηλος
IDX:
25663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25692
Key:
peri/khlos
Data
{'content': 'περίκηλος\n περί-κηλος, ον,\n κῆλον\n exceeding dry, of timber, Od.', 'key': 'peri/khlos'}