Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περικάκησις
περικαλλής
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
περικάμπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περίκειμαι
περικείρω
περικεφαλαία
περικήδομαι
περίκηλος
περικίων
περίκλασις
περικλάω
περικλειτός
περικλείω
περικλινής
περικλίνω
περικλύζω
περίκλυστος
View word page
περικήδομαι
περικήδομαι only in pres. Dep. to be very anxious about a person, c. gen., Od., Pind.:— π. τινι βιότου to take care of a living for him, Od.
ShortDef
to be very anxious about
Debugging
Headword:
περικήδομαι
Headword (normalized):
περικήδομαι
Headword (normalized/stripped):
περικηδομαι
IDX:
25662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25691
Key:
perikh/domai
Data
{'content': 'περικήδομαι\n only in pres.\n Dep. to be very anxious about a person, c. gen., Od., Pind.:— π. τινι βιότου to take care of a living for him, Od.', 'key': 'perikh/domai'}