Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περικακέω
περικάκησις
περικαλλής
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
περικάμπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περίκειμαι
περικείρω
περικεφαλαία
περικήδομαι
περίκηλος
περικίων
περίκλασις
περικλάω
περικλειτός
περικλείω
περικλινής
περικλίνω
περικλύζω
View word page
περικεφαλαία
περικεφαλαία περι-κεφαλαία, ἡ, a covering for the head, a helmet, cap, Polyb.; also περικεφάλαιον, ου, τό, Polyb.
ShortDef
a covering for the head, a helmet, cap
Debugging
Headword:
περικεφαλαία
Headword (normalized):
περικεφαλαία
Headword (normalized/stripped):
περικεφαλαια
IDX:
25661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25690
Key:
perikefalai/a
Data
{'content': 'περικεφαλαία\n περι-κεφαλαία, ἡ,\n a covering for the head, a helmet, cap, Polyb.; also περικεφάλαιον, ου, τό, Polyb.', 'key': 'perikefalai/a'}