Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περικάθημαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περικαλλής
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
περικάμπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περίκειμαι
περικείρω
περικεφαλαία
περικήδομαι
περίκηλος
περικίων
περίκλασις
περικλάω
περικλειτός
περικλείω
περικλινής
View word page
περίκειμαι
περίκειμαι inf. -κεῖσθαι fut. -κείσομαι used as Pass. of παρακατατίθημι to lie round about, c. dat., εὗρε δὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον υἱόν she found her son lying with his arms round Patroclus, Il.; γωρυτὸς τόξῳ περίκειτο there was a case round the bow, Od.: —absol. to lie or be round, Hes.; τὰ περικείμενα χρυσία plates of gold laid on (an ivory statue), Thuc. metaph., οὔ τι μοι περίκειται there is no advantage for me, it is nothing to me, Il. c. acc. rei, to have round one, to wear, mostly in part., περικείμενοι τελαμῶνας περὶ τοῖσι αὐχέσι Hdt.; π. δύναμιν invested with power, Plut.; π. ἅλυσιν with a chain round one, NTest.

ShortDef

to lie round about

Debugging

Headword:
περίκειμαι
Headword (normalized):
περίκειμαι
Headword (normalized/stripped):
περικειμαι
IDX:
25659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25688
Key:
peri/keimai

Data

{'content': 'περίκειμαι\n inf. -κεῖσθαι\n fut. -κείσομαι\n used as Pass. of παρακατατίθημι\n to lie round about, c. dat., εὗρε δὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον υἱόν she found her son lying with his arms round Patroclus, Il.; γωρυτὸς τόξῳ περίκειτο there was a case round the bow, Od.: —absol. to lie or be round, Hes.; τὰ περικείμενα χρυσία plates of gold laid on (an ivory statue), Thuc.\n metaph., οὔ τι μοι περίκειται there is no advantage for me, it is nothing to me, Il.\n c. acc. rei, to have round one, to wear, mostly in part., περικείμενοι τελαμῶνας περὶ τοῖσι αὐχέσι Hdt.; π. δύναμιν invested with power, Plut.; π. ἅλυσιν with a chain round one, NTest.', 'key': 'peri/keimai'}