Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περικαθίζω
περικάθημαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περικαλλής
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
περικάμπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περίκειμαι
περικείρω
περικεφαλαία
περικήδομαι
περίκηλος
περικίων
περίκλασις
περικλάω
περικλειτός
περικλείω
View word page
περικαταρρήγνυμι
περικαταρρήγνυμι fut. -ρήξω to tear off round about, strip off:—Mid., περικατερρήξατο τὸν ἄνωθεν πέπλον she tore off and rent her outer garment, Xen.
ShortDef
to tear off round about, strip off
Debugging
Headword:
περικαταρρήγνυμι
Headword (normalized):
περικαταρρήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
περικαταρρηγνυμι
IDX:
25658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25687
Key:
perikatarrh/gnumi
Data
{'content': 'περικαταρρήγνυμι\n fut. -ρήξω\n to tear off round about, strip off:—Mid., περικατερρήξατο τὸν ἄνωθεν πέπλον she tore off and rent her outer garment, Xen.', 'key': 'perikatarrh/gnumi'}