Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περικαθάπτω
περικάθαρμα
περικαθίζω
περικάθημαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περικαλλής
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
περικάμπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περίκειμαι
περικείρω
περικεφαλαία
περικήδομαι
περίκηλος
περικίων
περίκλασις
περικλάω
View word page
περικάμπτω
περικάμπτω fut. ψω to bend round: to drive round (sub. ἅρμα or ἵππους) , Plat.
ShortDef
to bend round: to drive round
Debugging
Headword:
περικάμπτω
Headword (normalized):
περικάμπτω
Headword (normalized/stripped):
περικαμπτω
IDX:
25656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25685
Key:
perika/mptw
Data
{'content': 'περικάμπτω\n fut. ψω\n to bend round: to drive round (sub. ἅρμα or ἵππους) , Plat.', 'key': 'perika/mptw'}