Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιιάπτω
περιιάχω
περιίζομαι
περιιππεύω
περιίστημι
περιιτέος
περικαής
περικαθάπτω
περικάθαρμα
περικαθίζω
περικάθημαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περικαλλής
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
περικάμπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περίκειμαι
View word page
περικάθημαι
περικάθημαι Ionic -κάτημαι inf. ῆσθαι Ionic 3pl. imperf. περιεκατέατο properly perf. of περικαθέζομαι to be seated or to sit all round, Hdt.: of an army, to beleaguer, invest a town, Hdt.; of ships, to blockade, Hdt.: c. acc. pers. to sit down by one, Hdt.

ShortDef

to be seated

Debugging

Headword:
περικάθημαι
Headword (normalized):
περικάθημαι
Headword (normalized/stripped):
περικαθημαι
IDX:
25649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25678
Key:
perika/qhmai

Data

{'content': 'περικάθημαι\n Ionic -κάτημαι\n inf. ῆσθαι\n Ionic 3pl. imperf. περιεκατέατο\n properly perf. of περικαθέζομαι\n to be seated or to sit all round, Hdt.: of an army, to beleaguer, invest a town, Hdt.; of ships, to blockade, Hdt.: c. acc. pers. to sit down by one, Hdt.', 'key': 'perika/qhmai'}