Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίθυμος
περιιάπτω
περιιάχω
περιίζομαι
περιιππεύω
περιίστημι
περιιτέος
περικαής
περικαθάπτω
περικάθαρμα
περικαθίζω
περικάθημαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περικαλλής
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
περικάμπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
View word page
περικαθίζω
περικαθίζω in mid.,to sit down round, Luc.: c. acc. to sit down round a town, Dem.
ShortDef
cause to sit around, mid. sit down around, invest
Debugging
Headword:
περικαθίζω
Headword (normalized):
περικαθίζω
Headword (normalized/stripped):
περικαθιζω
IDX:
25648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25677
Key:
perikaqe/zomai
Data
{'content': 'περικαθίζω\n in mid.,to sit down round, Luc.: c. acc. to sit down round a town, Dem.', 'key': 'perikaqe/zomai'}