Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιθριγκόω
περίθυμος
περιιάπτω
περιιάχω
περιίζομαι
περιιππεύω
περιίστημι
περιιτέος
περικαής
περικαθάπτω
περικάθαρμα
περικαθίζω
περικάθημαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περικαλλής
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
περικάμπτω
περικαταρρέω
View word page
περικάθαρμα
περικάθαρμα περι-κάθαρμα, ατος, τό, an off-scouring, refuse, NTest.

ShortDef

an off-scouring, refuse

Debugging

Headword:
περικάθαρμα
Headword (normalized):
περικάθαρμα
Headword (normalized/stripped):
περικαθαρμα
IDX:
25647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25676
Key:
perika/qarma

Data

{'content': 'περικάθαρμα\n περι-κάθαρμα, ατος, τό,\n an off-scouring, refuse, NTest.', 'key': 'perika/qarma'}