Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιημεκτέω
περιηχέω
περιήχησις
περιθαμβής
περίθεσις
περίθετος
περιθέω
περιθεωρέω
περιθρηνέομαι
περιθριγκόω
περίθυμος
περιιάπτω
περιιάχω
περιίζομαι
περιιππεύω
περιίστημι
περιιτέος
περικαής
περικαθάπτω
περικάθαρμα
περικαθίζω
View word page
περίθυμος
περίθυμος περί-θῡμος, ον, very wrathful, Aesch. adv. -μως, Aesch.; περιθύμως ἔχειν to be very angry, Hdt.

ShortDef

very wrathful

Debugging

Headword:
περίθυμος
Headword (normalized):
περίθυμος
Headword (normalized/stripped):
περιθυμος
IDX:
25638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25667
Key:
peri/qumos

Data

{'content': 'περίθυμος\n περί-θῡμος, ον,\n very wrathful, Aesch. adv. -μως, Aesch.; περιθύμως ἔχειν to be very angry, Hdt.', 'key': 'peri/qumos'}