Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιηγητής
περιήκω
περιήλυσις
περιημεκτέω
περιηχέω
περιήχησις
περιθαμβής
περίθεσις
περίθετος
περιθέω
περιθεωρέω
περιθρηνέομαι
περιθριγκόω
περίθυμος
περιιάπτω
περιιάχω
περιίζομαι
περιιππεύω
περιίστημι
περιιτέος
περικαής
View word page
περιθεωρέω
περιθεωρέω fut. ήσω to go round and observe, Luc.
ShortDef
to go round and observe
Debugging
Headword:
περιθεωρέω
Headword (normalized):
περιθεωρέω
Headword (normalized/stripped):
περιθεωρεω
IDX:
25635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25664
Key:
periqewre/w
Data
{'content': 'περιθεωρέω\n fut. ήσω\n to go round and observe, Luc.', 'key': 'periqewre/w'}