Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιηγής
περιηγητής
περιήκω
περιήλυσις
περιημεκτέω
περιηχέω
περιήχησις
περιθαμβής
περίθεσις
περίθετος
περιθέω
περιθεωρέω
περιθρηνέομαι
περιθριγκόω
περίθυμος
περιιάπτω
περιιάχω
περιίζομαι
περιιππεύω
περιίστημι
περιιτέος
View word page
περιθέω
περιθέω fut. -θεύσομαι to run round, Hom., Hdt.; c. acc. loci, Hdt., Xen. to run about, Lat. discurro, Ar., Plat. to rotate, revolve, ἀσπίδος αἰεὶ περιθεούσης, i. e. as he was always swaying his shield round and round, Hdt.

ShortDef

to run round

Debugging

Headword:
περιθέω
Headword (normalized):
περιθέω
Headword (normalized/stripped):
περιθεω
IDX:
25634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25663
Key:
periqe/w

Data

{'content': 'περιθέω\n fut. -θεύσομαι\n to run round, Hom., Hdt.; c. acc. loci, Hdt., Xen.\n to run about, Lat. discurro, Ar., Plat.\n to rotate, revolve, ἀσπίδος αἰεὶ περιθεούσης, i. e. as he was always swaying his shield round and round, Hdt.', 'key': 'periqe/w'}