περιηχέω
περιηχέω
fut. ήσω
to ring all round, Il.:—so in Mid., νῆσος περιηχουμένη τῷ κύματι Luc.
{
"content": "περιηχέω\n fut. ήσω\n to ring all round, Il.:—so in Mid., νῆσος περιηχουμένη τῷ κύματι Luc.",
"key": "perihxe/w"
}