Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιεσθίω
περιέσχατα
περίεφθος
περιέχω
περιζαμενῶς
περιζέω
περίζυγον
περίζωμα
περιζώννυμι
περιζώστρα
περιηγέομαι
περιήγησις
περιηγής
περιηγητής
περιήκω
περιήλυσις
περιημεκτέω
περιηχέω
περιήχησις
περιθαμβής
περίθεσις
View word page
περιηγέομαι
περιηγέομαι fut. ήσομαι Dep.: to lead round, π. τινι τὸ οὖρος to shew one the way round the mountain, Hdt. to explain, describe, Luc.

ShortDef

to lead round

Debugging

Headword:
περιηγέομαι
Headword (normalized):
περιηγέομαι
Headword (normalized/stripped):
περιηγεομαι
IDX:
25622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25651
Key:
perihge/omai

Data

{'content': 'περιηγέομαι\n fut. ήσομαι\n Dep.:\n to lead round, π. τινι τὸ οὖρος to shew one the way round the mountain, Hdt.\n to explain, describe, Luc.', 'key': 'perihge/omai'}