Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιέρχομαι
περιεσθίω
περιέσχατα
περίεφθος
περιέχω
περιζαμενῶς
περιζέω
περίζυγον
περίζωμα
περιζώννυμι
περιζώστρα
περιηγέομαι
περιήγησις
περιηγής
περιηγητής
περιήκω
περιήλυσις
περιημεκτέω
περιηχέω
περιήχησις
περιθαμβής
View word page
περιζώστρα
περιζώστρα περι-ζώστρα, ἡ, an apron. a ribbon twined round a garland, Theocr.

ShortDef

an apron

Debugging

Headword:
περιζώστρα
Headword (normalized):
περιζώστρα
Headword (normalized/stripped):
περιζωστρα
IDX:
25621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25650
Key:
perizw/stra

Data

{'content': 'περιζώστρα\n περι-ζώστρα, ἡ,\n an apron. \n a ribbon twined round a garland, Theocr.', 'key': 'perizw/stra'}