Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίεργος
περιέργω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιέσχατα
περίεφθος
περιέχω
περιζαμενῶς
περιζέω
περίζυγον
περίζωμα
περιζώννυμι
περιζώστρα
περιηγέομαι
περιήγησις
περιηγής
περιηγητής
περιήκω
περιήλυσις
περιημεκτέω
περιηχέω
View word page
περίζωμα
περίζωμα περί-ζωμα, ατος, τό, a girdle round the loins, apron, Plut.

ShortDef

a girdle round the loins, apron

Debugging

Headword:
περίζωμα
Headword (normalized):
περίζωμα
Headword (normalized/stripped):
περιζωμα
IDX:
25619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25648
Key:
peri/zwma

Data

{'content': 'περίζωμα\n περί-ζωμα, ατος, τό,\n a girdle round the loins, apron, Plut.', 'key': 'peri/zwma'}