Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιεργάζομαι
περιεργία
περίεργος
περιέργω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιέσχατα
περίεφθος
περιέχω
περιζαμενῶς
περιζέω
περίζυγον
περίζωμα
περιζώννυμι
περιζώστρα
περιηγέομαι
περιήγησις
περιηγής
περιηγητής
περιήκω
περιήλυσις
View word page
περιζέω
περιζέω to boil round, Luc.; poet. -ζείω Anth.
ShortDef
to boil round
Debugging
Headword:
περιζέω
Headword (normalized):
περιζέω
Headword (normalized/stripped):
περιζεω
IDX:
25617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25646
Key:
perize/w
Data
{'content': 'περιζέω\n to boil round, Luc.; poet. -ζείω Anth.', 'key': 'perize/w'}