Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιεκτικός
περιέλασις
περιελαύνω
περιελίσσω
περιέλκω
περιέννυμι
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργία
περίεργος
περιέργω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιέσχατα
περίεφθος
περιέχω
περιζαμενῶς
περιζέω
περίζυγον
περίζωμα
περιζώννυμι
View word page
περιέργω
περιέργω Attic -είργω to inclose all round, encompass, Hdt., Thuc.:—Pass., ἐν περιειργμένοις παραδείσοις in enclosed parks, Xen.
ShortDef
to inclose all round, encompass
Debugging
Headword:
περιέργω
Headword (normalized):
περιέργω
Headword (normalized/stripped):
περιεργω
IDX:
25610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25639
Key:
perie/rgw
Data
{'content': 'περιέργω\n Attic -είργω\n to inclose all round, encompass, Hdt., Thuc.:—Pass., ἐν περιειργμένοις παραδείσοις in enclosed parks, Xen.', 'key': 'perie/rgw'}