Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίειμι
περιείρω
περιεκτικός
περιέλασις
περιελαύνω
περιελίσσω
περιέλκω
περιέννυμι
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργία
περίεργος
περιέργω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιέσχατα
περίεφθος
περιέχω
περιζαμενῶς
περιζέω
περίζυγον
View word page
περιεργία
περιεργία περιεργία, ἡ, over-exactness in doing anything, Luc. intermeddling, officiousness, Theophr., Luc. from περίεργος

ShortDef

over-exactness

Debugging

Headword:
περιεργία
Headword (normalized):
περιεργία
Headword (normalized/stripped):
περιεργια
IDX:
25608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25637
Key:
periergi/a

Data

{'content': 'περιεργία\n περιεργία, ἡ,\n over-exactness in doing anything, Luc.\n intermeddling, officiousness, Theophr., Luc.\n from περίεργος', 'key': 'periergi/a'}