Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίειμι
περίειμι
περιείρω
περιεκτικός
περιέλασις
περιελαύνω
περιελίσσω
περιέλκω
περιέννυμι
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργία
περίεργος
περιέργω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιέσχατα
περίεφθος
περιέχω
περιζαμενῶς
περιζέω
View word page
περιεργάζομαι
περιεργάζομαι fut. -εργάσομαι perf. -είργασμαι Dep.: to take more pains than enough about a thing, to waste oneʼs labour on it, with a part., Σωκράτης περιεργάζεται ζητῶν Plat.; περιείργασμαι περὶ τούτων εἰπών Dem.:—c. dat. modi, τῷ θυλάκῳ περιειργάσθαι that they had overdone it with their "sack" (i. e. need not have used the word), Hdt.:—perf. in pass. sense, οὐδὲ περιείργασται nor is there any superfluity, Luc. to be a busybody, meddle with other folkʼs affairs, Dem.

ShortDef

to take more pains than enough about

Debugging

Headword:
περιεργάζομαι
Headword (normalized):
περιεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιεργαζομαι
IDX:
25607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25636
Key:
perierga/zomai

Data

{'content': 'περιεργάζομαι\n fut. -εργάσομαι\n perf. -είργασμαι\n Dep.:\n to take more pains than enough about a thing, to waste oneʼs labour on it, with a part., Σωκράτης περιεργάζεται ζητῶν Plat.; περιείργασμαι περὶ τούτων εἰπών Dem.:—c. dat. modi, τῷ θυλάκῳ περιειργάσθαι that they had overdone it with their "sack" (i. e. need not have used the word), Hdt.:—perf. in pass. sense, οὐδὲ περιείργασται nor is there any superfluity, Luc.\n to be a busybody, meddle with other folkʼs affairs, Dem.', 'key': 'perierga/zomai'}