Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιείλω
περίειμι
περίειμι
περιείρω
περιεκτικός
περιέλασις
περιελαύνω
περιελίσσω
περιέλκω
περιέννυμι
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργία
περίεργος
περιέργω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιέσχατα
περίεφθος
περιέχω
περιζαμενῶς
View word page
περιέπω
περιέπω imperf. -εῖπον fut. -έψω aor2 -έσπον inf. -σπεῖν Mid., fut. -έψομαι Pass., aor1 inf. -εφθῆναι to treat with great care: in good sense, εὖ π. τινά to treat him well, Hdt.; ὡς κάλλιστα π. τινά Hdt.; π. τινὰ ὡς εὐεργέτην Xen.: alone also, to treat with respect or honour, to caress, Lat. colo, foveo, Xen. in bad sense, τρηχέως, κάρτα τρηχέως π. to treat, handle roughly, Hdt.; π. τινὰ ὡς πολέμιον Hdt.:—Pass., τρηχέως περιεφθῆναι ὑπό τινος Hdt.

ShortDef

to treat with great care

Debugging

Headword:
περιέπω
Headword (normalized):
περιέπω
Headword (normalized/stripped):
περιεπω
IDX:
25606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25635
Key:
perie/pw

Data

{'content': 'περιέπω\n imperf. -εῖπον\n fut. -έψω\n aor2 -έσπον\n inf. -σπεῖν\n Mid., fut. -έψομαι\n Pass., aor1 inf. -εφθῆναι\n to treat with great care: \n in good sense, εὖ π. τινά to treat him well, Hdt.; ὡς κάλλιστα π. τινά Hdt.; π. τινὰ ὡς εὐεργέτην Xen.: alone also, to treat with respect or honour, to caress, Lat. colo, foveo, Xen.\n in bad sense, τρηχέως, κάρτα τρηχέως π. to treat, handle roughly, Hdt.; π. τινὰ ὡς πολέμιον Hdt.:—Pass., τρηχέως περιεφθῆναι ὑπό τινος Hdt.', 'key': 'perie/pw'}