περιέπω
περιέπω
imperf. -εῖπον
fut. -έψω
aor2 -έσπον
inf. -σπεῖν
Mid., fut. -έψομαι
Pass., aor1 inf. -εφθῆναι
to treat with great care:
in good sense, εὖ π. τινά to treat him well, Hdt.; ὡς κάλλιστα π. τινά Hdt.; π. τινὰ ὡς εὐεργέτην Xen.: alone also, to treat with respect or honour, to caress, Lat. colo, foveo, Xen.
in bad sense, τρηχέως, κάρτα τρηχέως π. to treat, handle roughly, Hdt.; π. τινὰ ὡς πολέμιον Hdt.:—Pass., τρηχέως περιεφθῆναι ὑπό τινος Hdt.