Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιδρύπτω
περιδύω
περιείλω
περίειμι
περίειμι
περιείρω
περιεκτικός
περιέλασις
περιελαύνω
περιελίσσω
περιέλκω
περιέννυμι
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργία
περίεργος
περιέργω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιέσχατα
περίεφθος
View word page
περιέλκω
περιέλκω aor1 περιείλκυσα to drag round, drag about, Xen. to draw round another way, κύκλῳ π. τινά, Lat. huc illuc ducere, Plat.:—Pass., Plat.
ShortDef
to drag round, drag about
Debugging
Headword:
περιέλκω
Headword (normalized):
περιέλκω
Headword (normalized/stripped):
περιελκω
IDX:
25604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25633
Key:
perie/lkw
Data
{'content': 'περιέλκω\n aor1 περιείλκυσα\n to drag round, drag about, Xen.\n to draw round another way, κύκλῳ π. τινά, Lat. huc illuc ducere, Plat.:—Pass., Plat.', 'key': 'perie/lkw'}