Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίδρομος2
περιδρύπτω
περιδύω
περιείλω
περίειμι
περίειμι
περιείρω
περιεκτικός
περιέλασις
περιελαύνω
περιελίσσω
περιέλκω
περιέννυμι
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργία
περίεργος
περιέργω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιέσχατα
View word page
περιελίσσω
περιελίσσω Attic -ττω Ionic -ειλίσσω fut. ξω to roll or wind round, τι περί τι Hdt.:—Mid., π. ἱμάντας to wind caestus straps round oneʼs arms, Plat.:— Pass. to be wound round, περιελιχθέντα περὶ τὴν γῆν Plat.
ShortDef
to roll or wind round
Debugging
Headword:
περιελίσσω
Headword (normalized):
περιελίσσω
Headword (normalized/stripped):
περιελισσω
IDX:
25603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25632
Key:
perieli/ssw
Data
{'content': 'περιελίσσω\n Attic -ττω\n Ionic -ειλίσσω\n fut. ξω\n to roll or wind round, τι περί τι Hdt.:—Mid., π. ἱμάντας to wind caestus straps round oneʼs arms, Plat.:— Pass. to be wound round, περιελιχθέντα περὶ τὴν γῆν Plat.', 'key': 'perieli/ssw'}