Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιδινής
περιδρομή
περίδρομος
περίδρομος2
περιδρύπτω
περιδύω
περιείλω
περίειμι
περίειμι
περιείρω
περιεκτικός
περιέλασις
περιελαύνω
περιελίσσω
περιέλκω
περιέννυμι
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργία
περίεργος
περιέργω
View word page
περιεκτικός
περιεκτικός περιεκτικός, ή, όν περιέχω grasping, Luc.
ShortDef
containing, all embracing
Debugging
Headword:
περιεκτικός
Headword (normalized):
περιεκτικός
Headword (normalized/stripped):
περιεκτικος
IDX:
25600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25629
Key:
periektiko/s
Data
{'content': 'περιεκτικός\n περιεκτικός, ή, όν\n περιέχω\n grasping, Luc.', 'key': 'periektiko/s'}