Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιδιώκω
περιδράσσομαι
περιδινής
περιδρομή
περίδρομος
περίδρομος2
περιδρύπτω
περιδύω
περιείλω
περίειμι
περίειμι
περιείρω
περιεκτικός
περιέλασις
περιελαύνω
περιελίσσω
περιέλκω
περιέννυμι
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργία
View word page
περίειμι
περίειμι εἶμι ibo inf. -ιέναι part. περι-ιών to go round fetch a compass, Hdt.; π. κατὰ νώτου τινί to get round and take him in rear, Thuc.:— to go about with idle questions or stories, Dem. c. acc. loci, to go round, compass, π. τὸν νηὸν κύκλῳ Hdt.; π. φυλακάς to go round the guards, visit them, Hdt.:—of sounds, αὐλῶν σε περίεισιν πνοή Ar. to come round to one, in succession or by inheritance, ἢ ἀρχή, βασιληίη περίεισι εἴς τινα Hdt. of revolving periods, χρόνου περιιόντος as time came round, Hdt.; περιιόντι τῷ θέρει Thuc.

ShortDef

be superior, survive, be left over
go around

Debugging

Headword:
περίειμι
Headword (normalized):
περίειμι
Headword (normalized/stripped):
περιειμι
IDX:
25598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25627
Key:
peri/eimi2

Data

{'content': 'περίειμι\n εἶμι ibo\n inf. -ιέναι\n part. περι-ιών\n to go round fetch a compass, Hdt.; π. κατὰ νώτου τινί to get round and take him in rear, Thuc.:— to go about with idle questions or stories, Dem.\n c. acc. loci, to go round, compass, π. τὸν νηὸν κύκλῳ Hdt.; π. φυλακάς to go round the guards, visit them, Hdt.:—of sounds, αὐλῶν σε περίεισιν πνοή Ar.\n to come round to one, in succession or by inheritance, ἢ ἀρχή, βασιληίη περίεισι εἴς τινα Hdt.\n of revolving periods, χρόνου περιιόντος as time came round, Hdt.; περιιόντι τῷ θέρει Thuc.', 'key': 'peri/eimi2'}