Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιδίνησις
περιδίω
περιδιώκω
περιδράσσομαι
περιδινής
περιδρομή
περίδρομος
περίδρομος2
περιδρύπτω
περιδύω
περιείλω
περίειμι
περίειμι
περιείρω
περιεκτικός
περιέλασις
περιελαύνω
περιελίσσω
περιέλκω
περιέννυμι
περιέπω
View word page
περιείλω
περιείλω -ειλέω, -ίλλω to fold or wrap round, σακκία περὶ τοὺς πόδας Xen. to wrap up, swathe:—Mid. to swathe oneself, περιειλάμενος (aor1 part.), Ar.

ShortDef

to fold or wrap around

Debugging

Headword:
περιείλω
Headword (normalized):
περιείλω
Headword (normalized/stripped):
περιειλω
IDX:
25596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25625
Key:
periei/lw

Data

{'content': 'περιείλω\n -ειλέω,\n -ίλλω\n to fold or wrap round, σακκία περὶ τοὺς πόδας Xen.\n to wrap up, swathe:—Mid. to swathe oneself, περιειλάμενος (aor1 part.), Ar.', 'key': 'periei/lw'}