Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιδίδομαι
περιδινέω
περιδίνησις
περιδίω
περιδιώκω
περιδράσσομαι
περιδινής
περιδρομή
περίδρομος
περίδρομος2
περιδρύπτω
περιδύω
περιείλω
περίειμι
περίειμι
περιείρω
περιεκτικός
περιέλασις
περιελαύνω
περιελίσσω
περιέλκω
View word page
περιδρύπτω
περιδρύπτω fut. ψω to tear all round, to peel the bark off a tree, Anth.:—Pass., ἀγκῶνας περιδρύφθη (Epic aor. 1 pass.) he had the skin all torn from off his arms, Il.

ShortDef

to tear all round, to peel the bark off

Debugging

Headword:
περιδρύπτω
Headword (normalized):
περιδρύπτω
Headword (normalized/stripped):
περιδρυπτω
IDX:
25594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25623
Key:
peridru/ptw

Data

{'content': 'περιδρύπτω\n fut. ψω\n to tear all round, to peel the bark off a tree, Anth.:—Pass., ἀγκῶνας περιδρύφθη (Epic aor. 1 pass.) he had the skin all torn from off his arms, Il.', 'key': 'peridru/ptw'}