Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιδέραιος
περιδέω
περιδίδομαι
περιδινέω
περιδίνησις
περιδίω
περιδιώκω
περιδράσσομαι
περιδινής
περιδρομή
περίδρομος
περίδρομος2
περιδρύπτω
περιδύω
περιείλω
περίειμι
περίειμι
περιείρω
περιεκτικός
περιέλασις
περιελαύνω
View word page
περίδρομος
περίδρομος περίδρομος, ον, περιδρᾰμεῖν running round, of a chariot-rail, of the nave of a wheel, Il.; of the rim of a shield, Eur. going about, roaming, Theogn., Ar. pass. that can be run round, and so standing apart, detached, Hom.

ShortDef

running round
edge, circuit, orbit

Debugging

Headword:
περίδρομος
Headword (normalized):
περίδρομος
Headword (normalized/stripped):
περιδρομος
IDX:
25592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25621
Key:
peri/dromos1

Data

{'content': 'περίδρομος\n περίδρομος, ον,\n περιδρᾰμεῖν\n running round, of a chariot-rail, of the nave of a wheel, Il.; of the rim of a shield, Eur.\n going about, roaming, Theogn., Ar.\n pass. that can be run round, and so standing apart, detached, Hom.', 'key': 'peri/dromos1'}