Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιδέξιος
περιδέραιος
περιδέω
περιδίδομαι
περιδινέω
περιδίνησις
περιδίω
περιδιώκω
περιδράσσομαι
περιδινής
περιδρομή
περίδρομος
περίδρομος2
περιδρύπτω
περιδύω
περιείλω
περίειμι
περίειμι
περιείρω
περιεκτικός
περιέλασις
View word page
περιδρομή
περιδρομή περιδρομή, ἡ, περιδρᾰμεῖν a running round, Plut.; π. ποιεῖσθαι to wheel about, Xen. a revolution, orbit, Eur.

ShortDef

a running round

Debugging

Headword:
περιδρομή
Headword (normalized):
περιδρομή
Headword (normalized/stripped):
περιδρομη
IDX:
25591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25620
Key:
peridromh/

Data

{'content': 'περιδρομή\n περιδρομή, ἡ,\n περιδρᾰμεῖν\n a running round, Plut.; π. ποιεῖσθαι to wheel about, Xen.\n a revolution, orbit, Eur.', 'key': 'peridromh/'}