Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιδεής
περιδείδια
περιδέξιος
περιδέραιος
περιδέω
περιδίδομαι
περιδινέω
περιδίνησις
περιδίω
περιδιώκω
περιδράσσομαι
περιδινής
περιδρομή
περίδρομος
περίδρομος2
περιδρύπτω
περιδύω
περιείλω
περίειμι
περίειμι
περιείρω
View word page
περιδράσσομαι
περιδράσσομαι Attic -ττομαι Dep. to grasp a thing with the hand, c. gen. rei, Plut.

ShortDef

to grasp

Debugging

Headword:
περιδράσσομαι
Headword (normalized):
περιδράσσομαι
Headword (normalized/stripped):
περιδρασσομαι
IDX:
25589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25618
Key:
peridra/ssomai

Data

{'content': 'περιδράσσομαι\n Attic -ττομαι\n Dep. to grasp a thing with the hand, c. gen. rei, Plut.', 'key': 'peridra/ssomai'}