Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίγραμμα
περιγραπτέος
περιγραπτός
περιγραφή
περιγράφω
περιδεής
περιδείδια
περιδέξιος
περιδέραιος
περιδέω
περιδίδομαι
περιδινέω
περιδίνησις
περιδίω
περιδιώκω
περιδράσσομαι
περιδινής
περιδρομή
περίδρομος
περίδρομος2
περιδρύπτω
View word page
περιδίδομαι
περιδίδομαι Mid. of περιδίδωμι Mid. of περιδίδωμι, which does not occur to stake or wager, c. gen. rei (i. e. pretii), τρίποδος περιδώμεθα ἠὲ λέβητος let us make a wager of a tripod, i. e. let us wager a tripod (to be paid by the loser), Il.; ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς I will wager for myself, i. e. pledge myself, Od.; π. πότερον to lay a wager whether, Ar.; so, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς I stake my head, Ar.; c. dat. pers. added, περίδου μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν have a wager with me for a little thyme-salt, Ar.; περίδου νῦν ἐμοί Ar.

ShortDef

to stake

Debugging

Headword:
περιδίδομαι
Headword (normalized):
περιδίδομαι
Headword (normalized/stripped):
περιδιδομαι
IDX:
25584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25613
Key:
peridi/domai

Data

{'content': 'περιδίδομαι\n Mid. of περιδίδωμι\n Mid. of περιδίδωμι, which does not occur\n to stake or wager, c. gen. rei (i. e. pretii), τρίποδος περιδώμεθα ἠὲ λέβητος let us make a wager of a tripod, i. e. let us wager a tripod (to be paid by the loser), Il.; ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς I will wager for myself, i. e. pledge myself, Od.; π. πότερον to lay a wager whether, Ar.; so, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς I stake my head, Ar.; c. dat. pers. added, περίδου μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν have a wager with me for a little thyme-salt, Ar.; περίδου νῦν ἐμοί Ar.', 'key': 'peridi/domai'}