Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιγνάμπτω
περίγραμμα
περιγραπτέος
περιγραπτός
περιγραφή
περιγράφω
περιδεής
περιδείδια
περιδέξιος
περιδέραιος
περιδέω
περιδίδομαι
περιδινέω
περιδίνησις
περιδίω
περιδιώκω
περιδράσσομαι
περιδινής
περιδρομή
περίδρομος
περίδρομος2
View word page
περιδέω
περιδέω fut. -δήσω to bind, tie round or on, τί τινι Hdt.:—Mid. to bind round oneself, put on, Hdt., Ar.

ShortDef

to bind, tie round

Debugging

Headword:
περιδέω
Headword (normalized):
περιδέω
Headword (normalized/stripped):
περιδεω
IDX:
25583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25612
Key:
peride/w

Data

{'content': 'περιδέω\n fut. -δήσω\n to bind, tie round or on, τί τινι Hdt.:—Mid. to bind round oneself, put on, Hdt., Ar.', 'key': 'peride/w'}