Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίγλωσσος
περιγνάμπτω
περίγραμμα
περιγραπτέος
περιγραπτός
περιγραφή
περιγράφω
περιδεής
περιδείδια
περιδέξιος
περιδέραιος
περιδέω
περιδίδομαι
περιδινέω
περιδίνησις
περιδίω
περιδιώκω
περιδράσσομαι
περιδινής
περιδρομή
περίδρομος
View word page
περιδέραιος
περιδέραιος περι-δέραιος, ον, δέρη passed round the neck: as Subst., περιδέραιον, ου, a necklace, Arist., Plut.
ShortDef
(adj) around the neck
Debugging
Headword:
περιδέραιος
Headword (normalized):
περιδέραιος
Headword (normalized/stripped):
περιδεραιος
IDX:
25582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25611
Key:
peride/raios
Data
{'content': 'περιδέραιος\n περι-δέραιος, ον,\n δέρη\n passed round the neck: as Subst., περιδέραιον, ου, a necklace, Arist., Plut.', 'key': 'peride/raios'}