Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιγλαγής
περιγληνάομαι
περίγλωσσος
περιγνάμπτω
περίγραμμα
περιγραπτέος
περιγραπτός
περιγραφή
περιγράφω
περιδεής
περιδείδια
περιδέξιος
περιδέραιος
περιδέω
περιδίδομαι
περιδινέω
περιδίνησις
περιδίω
περιδιώκω
περιδράσσομαι
περιδινής
View word page
περιδείδια
περιδείδια fut. -δείσομαι aor1 περιέδεισα epic3 pl. περίδδεισαν part. περιδδείσας perf. περιδέδοικα Epic περιδείδια to be in great fear about, c. gen., Δαναῶν περιδείδια Il.; c. dat. to be in great fear for, Αἴαντι περιδδείσαντες Il.; ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια Il.

ShortDef

to be in great fear

Debugging

Headword:
περιδείδια
Headword (normalized):
περιδείδια
Headword (normalized/stripped):
περιδειδια
IDX:
25580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25609
Key:
peridei/dw

Data

{'content': 'περιδείδια\n fut. -δείσομαι\n aor1 περιέδεισα\n epic3 pl. περίδδεισαν\n part. περιδδείσας\n perf. περιδέδοικα\n Epic περιδείδια\n to be in great fear about, c. gen., Δαναῶν περιδείδια Il.; c. dat. to be in great fear for, Αἴαντι περιδδείσαντες Il.; ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια Il.', 'key': 'peridei/dw'}