περιδείδια
περιδείδια
fut. -δείσομαι
aor1 περιέδεισα
epic3 pl. περίδδεισαν
part. περιδδείσας
perf. περιδέδοικα
Epic περιδείδια
to be in great fear about, c. gen., Δαναῶν περιδείδια Il.; c. dat. to be in great fear for, Αἴαντι περιδδείσαντες Il.; ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια Il.