Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιγίγνομαι
περιγλαγής
περιγληνάομαι
περίγλωσσος
περιγνάμπτω
περίγραμμα
περιγραπτέος
περιγραπτός
περιγραφή
περιγράφω
περιδεής
περιδείδια
περιδέξιος
περιδέραιος
περιδέω
περιδίδομαι
περιδινέω
περιδίνησις
περιδίω
περιδιώκω
περιδράσσομαι
View word page
περιδεής
περιδεής περι-δεής, ές δέος very timid or fearful, Hdt.; τινος of or for a person or thing, Thuc.; π. μὴ . . , Thuc.:— adv. -ῶς, in great fear, Thuc.
ShortDef
very timid
Debugging
Headword:
περιδεής
Headword (normalized):
περιδεής
Headword (normalized/stripped):
περιδεης
IDX:
25579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25608
Key:
perideh/s
Data
{'content': 'περιδεής\n περι-δεής, ές\n δέος\n very timid or fearful, Hdt.; τινος of or for a person or thing, Thuc.; π. μὴ . . , Thuc.:— adv. -ῶς, in great fear, Thuc.', 'key': 'perideh/s'}