Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιβραχιόνιος
περιβρύχιος
περιβύω
περίβωτος
περιγίγνομαι
περιγλαγής
περιγληνάομαι
περίγλωσσος
περιγνάμπτω
περίγραμμα
περιγραπτέος
περιγραπτός
περιγραφή
περιγράφω
περιδεής
περιδείδια
περιδέξιος
περιδέραιος
περιδέω
περιδίδομαι
περιδινέω
View word page
περιγραπτέος
περιγραπτέος περιγραπτέος, ον, verb. adj. of περιγράφω one must trace out, Plat.

ShortDef

one must trace out

Debugging

Headword:
περιγραπτέος
Headword (normalized):
περιγραπτέος
Headword (normalized/stripped):
περιγραπτεος
IDX:
25575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25604
Key:
perigrapte/os

Data

{'content': 'περιγραπτέος\n περιγραπτέος, ον,\n verb. adj. of περιγράφω\n one must trace out, Plat.', 'key': 'perigrapte/os'}