Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγόρασμα
ἀγοραστής
ἀγορεύω
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγορῆφι
ἀγός
ἄγος
ἀγοστός
ἀγράμματος
ἄγραπτος
ἄγρα
ἀγραυλέω
ἄγραυλος
ἄγραφος
ἀγρεῖος
ἀγρειοσύνη
ἀγρεῖφνα
ἀγρέμιον
View word page
ἀγοστός
ἀγοστός the flat of the hand, Il. the arm, = ἀγκάλη, Theocr., Anth.

ShortDef

the flat of the hand

Debugging

Headword:
ἀγοστός
Headword (normalized):
ἀγοστός
Headword (normalized/stripped):
αγοστος
IDX:
256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n256
Key:
a)gosto/s

Data

{'content': 'ἀγοστός\n the flat of the hand, Il.\n the arm, = ἀγκάλη, Theocr., Anth.', 'key': 'a)gosto/s'}