Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίβαρυς
περιβιόω
περίβλεπτος
περιβλέπω
περίβλεψις
περιβόητος
περιβόλαιον
περιβολή
περίβολος
περιβόσκομαι
περιβραχιόνιος
περιβρύχιος
περιβύω
περίβωτος
περιγίγνομαι
περιγλαγής
περιγληνάομαι
περίγλωσσος
περιγνάμπτω
περίγραμμα
περιγραπτέος
View word page
περιβραχιόνιος
περιβραχιόνιος περι-βρᾰχῑόνιος, α, ον βραχίων round or on the arm, Plut.:— περιβραχιόνιον, ου, an armlet or piece of armour for the arm, Xen.
ShortDef
around, on the arm
Debugging
Headword:
περιβραχιόνιος
Headword (normalized):
περιβραχιόνιος
Headword (normalized/stripped):
περιβραχιονιος
IDX:
25565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25594
Key:
peribraxio/nios
Data
{'content': 'περιβραχιόνιος\n περι-βρᾰχῑόνιος, α, ον\n βραχίων\n round or on the arm, Plut.:— περιβραχιόνιον, ου, an armlet or piece of armour for the arm, Xen.', 'key': 'peribraxio/nios'}