Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιβάλλω
περίβαρυς
περιβιόω
περίβλεπτος
περιβλέπω
περίβλεψις
περιβόητος
περιβόλαιον
περιβολή
περίβολος
περιβόσκομαι
περιβραχιόνιος
περιβρύχιος
περιβύω
περίβωτος
περιγίγνομαι
περιγλαγής
περιγληνάομαι
περίγλωσσος
περιγνάμπτω
περίγραμμα
View word page
περιβόσκομαι
περιβόσκομαι :—Mid.-Pass., of cattle, to feed on all round, c. acc., Luc.

ShortDef

feed on all round

Debugging

Headword:
περιβόσκομαι
Headword (normalized):
περιβόσκομαι
Headword (normalized/stripped):
περιβοσκομαι
IDX:
25564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25593
Key:
peribo/skw

Data

{'content': 'περιβόσκομαι\n :—Mid.-Pass., of cattle, to feed on all round, c. acc., Luc.', 'key': 'peribo/skw'}