Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιβαίνω
περιβάλλω
περίβαρυς
περιβιόω
περίβλεπτος
περιβλέπω
περίβλεψις
περιβόητος
περιβόλαιον
περιβολή
περίβολος
περιβόσκομαι
περιβραχιόνιος
περιβρύχιος
περιβύω
περίβωτος
περιγίγνομαι
περιγλαγής
περιγληνάομαι
περίγλωσσος
περιγνάμπτω
View word page
περίβολος
περίβολος περίβολος, ον, περιβάλλω going round, compassing, encircling, Eur. as Subst., περίβολος περιβολή, ἐχίδνης περίβολοι the spires or coils of a serpent, Eur.; in pl. walls round a town, Hdt., Eur.; so in sg., Thuc. an enclosure, circuit, compass, π. νεωρίων Eur.; of a temple, the precincts, Plut.

ShortDef

going round, encircling; (subst.) circuit of walls

Debugging

Headword:
περίβολος
Headword (normalized):
περίβολος
Headword (normalized/stripped):
περιβολος
IDX:
25563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25592
Key:
peri/bolos

Data

{'content': 'περίβολος\n περίβολος, ον,\n περιβάλλω\n going round, compassing, encircling, Eur.\n as Subst., περίβολος περιβολή, ἐχίδνης περίβολοι the spires or coils of a serpent, Eur.; in pl. walls round a town, Hdt., Eur.; so in sg., Thuc.\n an enclosure, circuit, compass, π. νεωρίων Eur.; of a temple, the precincts, Plut.', 'key': 'peri/bolos'}