Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιαυχένιος
περιβαίνω
περιβάλλω
περίβαρυς
περιβιόω
περίβλεπτος
περιβλέπω
περίβλεψις
περιβόητος
περιβόλαιον
περιβολή
περίβολος
περιβόσκομαι
περιβραχιόνιος
περιβρύχιος
περιβύω
περίβωτος
περιγίγνομαι
περιγλαγής
περιγληνάομαι
περίγλωσσος
View word page
περιβολή
περιβολή περιβολή, ἡ, περιβάλλω anything which is thrown round, a covering, Plat.; χειρῶν περιβολαί embraces, Eur.; so περιβολαί alone, Xen.; περιβολαὶ χθονός, i. e. the grave, Eur.; π. ξίφεος a scabbard, Eur.: absol. of walls round a town, ἑπτάπυργοι π. Eur. a space enclosed, compass, οἰκίης μεγάλης περιβολή a house of large compass, Hdt. a circumference, circuit, Thuc.; π. ποιεῖσθαι to make a circuit, Xen. metaph., a compassing, endeavouring after, τῆς ἀρχῆς, Lat. affectatio imperii, Xen. ἡ π. τοῦ λόγου the whole compass of the matter, long and short of it, Isocr.

ShortDef

anything which is thrown round, a covering

Debugging

Headword:
περιβολή
Headword (normalized):
περιβολή
Headword (normalized/stripped):
περιβολη
IDX:
25562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25591
Key:
peribolh/

Data

{'content': 'περιβολή\n περιβολή, ἡ,\n περιβάλλω\n anything which is thrown round, a covering, Plat.; χειρῶν περιβολαί embraces, Eur.; so περιβολαί alone, Xen.; περιβολαὶ χθονός, i. e. the grave, Eur.; π. ξίφεος a scabbard, Eur.: absol. of walls round a town, ἑπτάπυργοι π. Eur.\n a space enclosed, compass, οἰκίης μεγάλης περιβολή a house of large compass, Hdt.\n a circumference, circuit, Thuc.; π. ποιεῖσθαι to make a circuit, Xen.\n metaph.,\n a compassing, endeavouring after, τῆς ἀρχῆς, Lat. affectatio imperii, Xen.\n ἡ π. τοῦ λόγου the whole compass of the matter, long and short of it, Isocr.', 'key': 'peribolh/'}