Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιαλουργός
περίαμμα
περιαμπέχω
περιαμύνω
περίαπτος
περιάπτω
περιαρμόζω
περιαρτάω
περιαστράπτω
περιασχολέω
περιαυχένιος
περιβαίνω
περιβάλλω
περίβαρυς
περιβιόω
περίβλεπτος
περιβλέπω
περίβλεψις
περιβόητος
περιβόλαιον
περιβολή
View word page
περιαυχένιος
περιαυχένιος περι-αυχένιος, ον, αὐχήν put round the neck, Hdt.
ShortDef
put round the neck
Debugging
Headword:
περιαυχένιος
Headword (normalized):
περιαυχένιος
Headword (normalized/stripped):
περιαυχενιος
IDX:
25552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25581
Key:
periauxe/nios
Data
{'content': 'περιαυχένιος\n περι-αυχένιος, ον,\n αὐχήν\n put round the neck, Hdt.', 'key': 'periauxe/nios'}