Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίαλλος
περιαλουργός
περίαμμα
περιαμπέχω
περιαμύνω
περίαπτος
περιάπτω
περιαρμόζω
περιαρτάω
περιαστράπτω
περιασχολέω
περιαυχένιος
περιβαίνω
περιβάλλω
περίβαρυς
περιβιόω
περίβλεπτος
περιβλέπω
περίβλεψις
περιβόητος
περιβόλαιον
View word page
περιασχολέω
περιασχολέω fut. ήσω to be busy about a thing, Luc.
ShortDef
to be busy about a thing
Debugging
Headword:
περιασχολέω
Headword (normalized):
περιασχολέω
Headword (normalized/stripped):
περιασχολεω
IDX:
25551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25580
Key:
periasxole/w
Data
{'content': 'περιασχολέω\n fut. ήσω\n to be busy about a thing, Luc.', 'key': 'periasxole/w'}