Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιαλγής
περιαλείφω
περίαλλος
περιαλουργός
περίαμμα
περιαμπέχω
περιαμύνω
περίαπτος
περιάπτω
περιαρμόζω
περιαρτάω
περιαστράπτω
περιασχολέω
περιαυχένιος
περιβαίνω
περιβάλλω
περίβαρυς
περιβιόω
περίβλεπτος
περιβλέπω
περίβλεψις
View word page
περιαρτάω
περιαρτάω fut. ήσω to hang round or on:—Pass. to be hung round, c. dat., Plut.

ShortDef

to hang round

Debugging

Headword:
περιαρτάω
Headword (normalized):
περιαρτάω
Headword (normalized/stripped):
περιαρταω
IDX:
25549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25578
Key:
periarta/w

Data

{'content': 'περιαρτάω\n fut. ήσω\n to hang round or on:—Pass. to be hung round, c. dat., Plut.', 'key': 'periarta/w'}