Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιαιρέω
περιακτέος
περιαλγέω
περιαλγής
περιαλείφω
περίαλλος
περιαλουργός
περίαμμα
περιαμπέχω
περιαμύνω
περίαπτος
περιάπτω
περιαρμόζω
περιαρτάω
περιαστράπτω
περιασχολέω
περιαυχένιος
περιβαίνω
περιβάλλω
περίβαρυς
περιβιόω
View word page
περίαπτος
περίαπτος περί-απτος, ον, hung round one: as Subst., περίαπτον, τό, περίαμμα, Plat.: an appendage, Arist.
ShortDef
hung round one
Debugging
Headword:
περίαπτος
Headword (normalized):
περίαπτος
Headword (normalized/stripped):
περιαπτος
IDX:
25546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25575
Key:
peri/aptos
Data
{'content': 'περίαπτος\n περί-απτος, ον,\n hung round one: as Subst., περίαπτον, τό, περίαμμα, Plat.: an appendage, Arist.', 'key': 'peri/aptos'}