Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιαιρετός
περιαιρέω
περιακτέος
περιαλγέω
περιαλγής
περιαλείφω
περίαλλος
περιαλουργός
περίαμμα
περιαμπέχω
περιαμύνω
περίαπτος
περιάπτω
περιαρμόζω
περιαρτάω
περιαστράπτω
περιασχολέω
περιαυχένιος
περιβαίνω
περιβάλλω
περίβαρυς
View word page
περιαμύνω
περιαμύνω to defend or guard all round, Plut.

ShortDef

to defend

Debugging

Headword:
περιαμύνω
Headword (normalized):
περιαμύνω
Headword (normalized/stripped):
περιαμυνω
IDX:
25545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25574
Key:
periamu/nw

Data

{'content': 'περιαμύνω\n to defend or guard all round, Plut.', 'key': 'periamu/nw'}