Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιᾴδω
περιαιρετός
περιαιρέω
περιακτέος
περιαλγέω
περιαλγής
περιαλείφω
περίαλλος
περιαλουργός
περίαμμα
περιαμπέχω
περιαμύνω
περίαπτος
περιάπτω
περιαρμόζω
περιαρτάω
περιαστράπτω
περιασχολέω
περιαυχένιος
περιβαίνω
περιβάλλω
View word page
περιαμπέχω
περιαμπέχω fut. -αμφέξω aor2 -ήμπεσχον περιαμπίσχω imperf. -ήμπισχον to put round about, π. τινά τι to put a thing round or over one, Ar.:—Mid. to put round oneself, put on, Plat. to cover all round, Plat.

ShortDef

to put round about

Debugging

Headword:
περιαμπέχω
Headword (normalized):
περιαμπέχω
Headword (normalized/stripped):
περιαμπεχω
IDX:
25544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25573
Key:
periampe/xw

Data

{'content': 'περιαμπέχω\n fut. -αμφέξω\n aor2 -ήμπεσχον\n περιαμπίσχω\n imperf. -ήμπισχον\n to put round about, π. τινά τι to put a thing round or over one, Ar.:—Mid. to put round oneself, put on, Plat.\n to cover all round, Plat.', 'key': 'periampe/xw'}