Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιαγωγή
περιᾴδω
περιαιρετός
περιαιρέω
περιακτέος
περιαλγέω
περιαλγής
περιαλείφω
περίαλλος
περιαλουργός
περίαμμα
περιαμπέχω
περιαμύνω
περίαπτος
περιάπτω
περιαρμόζω
περιαρτάω
περιαστράπτω
περιασχολέω
περιαυχένιος
περιβαίνω
View word page
περίαμμα
περίαμμα περίαμμα, ατος, τό, περιάπτω anything worn about one, an amulet, Anth.

ShortDef

anything worn about one, an amulet

Debugging

Headword:
περίαμμα
Headword (normalized):
περίαμμα
Headword (normalized/stripped):
περιαμμα
IDX:
25543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25572
Key:
peri/amma

Data

{'content': 'περίαμμα\n περίαμμα, ατος, τό,\n περιάπτω\n anything worn about one, an amulet, Anth.', 'key': 'peri/amma'}