Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιαγωγεύς
περιαγωγή
περιᾴδω
περιαιρετός
περιαιρέω
περιακτέος
περιαλγέω
περιαλγής
περιαλείφω
περίαλλος
περιαλουργός
περίαμμα
περιαμπέχω
περιαμύνω
περίαπτος
περιάπτω
περιαρμόζω
περιαρτάω
περιαστράπτω
περιασχολέω
περιαυχένιος
View word page
περιαλουργός
περιαλουργός περι-ᾰλουργός, όν with purple all round, κακοῖς π. double-dyed in villany, Ar.

ShortDef

with purple all round

Debugging

Headword:
περιαλουργός
Headword (normalized):
περιαλουργός
Headword (normalized/stripped):
περιαλουργος
IDX:
25542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25571
Key:
perialourgo/s

Data

{'content': 'περιαλουργός\n περι-ᾰλουργός, όν\n with purple all round, κακοῖς π. double-dyed in villany, Ar.', 'key': 'perialourgo/s'}